- πυριτιδόκονις
- και πυριτιδόσκονη, η, Νσκόνη κονιορτοποιημένης μαύρης πυρίτιδας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυροτεχνημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιδα + κόνις / σκόνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.